- κατακορής
- κατακορής, -ές (Α)1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.)2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.)3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.)4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν», Νικόμ.)5. έντονος, σφοδρός («κατακορὴς δίψα», Ιπποκρ.)6. άμετρος, υπερβολικός («παρρησίᾳ κατακορεῑ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου», Πλάτ.)7. φρ. α) «κατακορὲς αἴνιγμα» — αίνιγμα που δύσκολα λύνεται (Φίλ.)β) «κατακορὴς γνώμη» — βαθυστόχαστη απόφαση (Φίλ).επίρρ...κατακορῶς και ιων. τ. κατακορέως (Α)1. έντονα, βαθιά («κατακορέως δίαιμον» — βαθιά χρωματισμένο με αίμα, Αρετ.)2. υπέρμετρα, υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κορής (< κόρος (Ι) «χορτασμός»), πρβλ. δια-κορής, υπερ-κορής].
Dictionary of Greek. 2013.